- ὑγρός
- ὑγρόςaI watery
ἐξ ἁλὸς ὑγρᾶς O. 7.69
“ὑγρῷ πελάγει” P. 4.40II moisture-ladenπρὸς ὑγρὸν αἰθέρα N. 8.41
b met., supple ὁ δὲ (sc. αἰετὸς)κνώσσων ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ P. 1.9
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐξ ἁλὸς ὑγρᾶς O. 7.69
“ὑγρῷ πελάγει” P. 4.40πρὸς ὑγρὸν αἰθέρα N. 8.41
κνώσσων ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ P. 1.9
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
υγρός — υγρός, ή, ό και ογρός, ή, ό 1. που είναι σε ρευστή κατάσταση, ρευστός, νερουλός: Υγρή πίσσα. 2. διάβροχος, βρεγμένος, μουσκεμένος: Η πετσέτα είναι ακόμη υγρή. 3. που έχει υγρασία, που είναι διαποτισμένος από υδρατμούς: Υγρό κλίμα. 4. το ουδ. ως… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑγρός — wet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… … Dictionary of Greek
ὑγρά — ὑγρός wet neut nom/voc/acc pl ὑγρά̱ , ὑγρός wet fem nom/voc/acc dual ὑγρά̱ , ὑγρός wet fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγρότερον — ὑγρός wet adverbial comp ὑγρός wet masc acc comp sg ὑγρός wet neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγροτάτων — ὑγρός wet fem gen superl pl ὑγρός wet masc/neut gen superl pl ὑγροτά̱των , ὑγρότης wetness fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγροτέραις — ὑγρός wet fem dat comp pl ὑγροτέρᾱͅς , ὑγρός wet fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγροτέρων — ὑγρός wet fem gen comp pl ὑγρός wet masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγροτέρως — ὑγρός wet adverbial comp ὑγρός wet masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγρόν — ὑγρός wet masc acc sg ὑγρός wet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγρότατα — ὑγρός wet adverbial superl ὑγρός wet neut nom/voc/acc superl pl ὑγρότᾱτα , ὑγρότης wetness fem acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)